Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει
μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη
Το μονοπάτι σαν θα πάρεις μια βραδιά
τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνεις
κι ολημερίς θα κουρελιάζεις μια καρδιά
κι ένα κορμί μες τα κουρέλια της θα ντύνεις
Εκεί ξεχνάει κι ο Θεός για να σε δει
περνάς και φεύγεις και δεν κλαίει ανθρώπου μάτι
ένα σκουπίδι παραπάνω δηλαδή
μες στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι
Αν καποτε στα βρογχια του πιαστεις
κανεις δεν θα μπορεσει να σε βγαλει
μοναχος βρες την ακρη της κλωστης
κι αν εισαι τυχερος ξεκινα παλι...
Όταν μπαίνετε στην ψυχή κάποιου θα πρέπει να βγάλετε τα παπούτσια σας... και να περπατήσετε στις μύτες των ποδιών. Τα ιερά μέρη πρέπει να γίνονται σεβαστά. Α.Παπαδάκη
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010
Η Σιωπή
Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις) και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν έν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, έν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) - το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα.
“Αλαφροΐσκιωτος”
“Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”
Ἡ εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας
Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βράδια νὰ γυρέψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος
κι ὅπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ εὐωδιάζουν τὰ σπλάγχνα κι ἁρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αἴσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ἕνα τίποτα ἕνα χορτάρι φέρνοντας ὅλη τὴν εἰρήνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα ἡ μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπόδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀέρα
ψηλὰ στὸ δέντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιόμενο πέρα στὴ δύση.
Ἂ τί φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τίποτα κι ὁ ἀόρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ κόκορα.
Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»
Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.
Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.
Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.
Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.
Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.
Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.
Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....
Ὁ μικρὸς Ναυτίλος
Ὅτι μπόρεσα ν΄ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ΄ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.
μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.
Ἡ καρδιά μας
Ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα κῦμα ποὺ δὲν σπάει στὴν ἀκρογιαλιά. Ποιὸς μαντεύει τὴ θάλασσα, ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει ἡ καρδιά μας; Ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἕνα κῦμα μυστικό, χωρὶς ἀφρό. Βουβὰ πιάνει μία στεριά. Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου, ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.
Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανό...
Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
Ένα αληθινό παραμύθι χωρίς καθόλου μύθο...
Μια φορά κι ενα καιρό λοιπόν βρέθηκε ένα λιοντάρι που προσπαθούσε να φτιάξει ένα χωριό για να ζήσει αυτό και οι φίλοι του...
Μαζί του είχε και μια λιονταρίνα που μόνο στην όψη "λεοντάριζε" η κακομοίρα... κατά τα άλλα μια αθώα λιονταρίνα ήταν που της άρεσε να είναι δίπλα στο λιοντάρι της..
Μαζί τους διαλέξανε να έχουν και κάποια άλλα ζώα για να τους βοηθήσουν....
θα θυμηθώ ποιά ζώα ήταν αυτά και θα σας ενημερώσω σε μια επόμενη "συνάντηση"μας...
Μαζί του είχε και μια λιονταρίνα που μόνο στην όψη "λεοντάριζε" η κακομοίρα... κατά τα άλλα μια αθώα λιονταρίνα ήταν που της άρεσε να είναι δίπλα στο λιοντάρι της..
Μαζί τους διαλέξανε να έχουν και κάποια άλλα ζώα για να τους βοηθήσουν....
θα θυμηθώ ποιά ζώα ήταν αυτά και θα σας ενημερώσω σε μια επόμενη "συνάντηση"μας...
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010
What a wonderful world
I see trees of green, red roses too
I see them bloom for me and you
And I think to myself what a wonderful world.
I see skies of blue and clouds of white
The bright blessed day, the dark sacred night
And I think to myself what a wonderful world.
The colors of the rainbow so pretty in the sky
Are also on the faces of people going by
I see friends shaking hands saying how do you do
They're really saying I love you.
I hear babies crying, I watch them grow
They'll learn much more than I'll never know
And I think to myself what a wonderful world
Yes I think to myself what a wonderful world.
I see them bloom for me and you
And I think to myself what a wonderful world.
I see skies of blue and clouds of white
The bright blessed day, the dark sacred night
And I think to myself what a wonderful world.
The colors of the rainbow so pretty in the sky
Are also on the faces of people going by
I see friends shaking hands saying how do you do
They're really saying I love you.
I hear babies crying, I watch them grow
They'll learn much more than I'll never know
And I think to myself what a wonderful world
Yes I think to myself what a wonderful world.
2010
Πρώτες μέρες του 2010.....καλές φαίνονται... Συνειδητοποιημένες... Τι θα γίνει τελικά δεν ξέρω αλλά το CARPE DIEM ισχύει λσι πρέπει να ισχύει... Άντε καληνύχτα από Παιανία...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)